-
1 τός
см. αυτός -
2 άκλαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ]1) неоплаканный; 2) не плачущий;δεν έμεινε άνθρωπος άκλαυ(σ)τος — все плакали;
3) обошедшийся без плача, рыданий -
3 άκλαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ]1) неоплаканный; 2) не плачущий;δεν έμεινε άνθρωπος άκλαυ(σ)τος — все плакали;
3) обошедшийся без плача, рыданий -
4 απίκρα(ν)τος
η, ο [ος, ον ] беспечальный, не знающий огорчений;βίος απίκρα(ν)τος — жизнь без печалей и огорчений, беспечальная жизнь
-
5 απίκρα(ν)τος
η, ο [ος, ον ] беспечальный, не знающий огорчений;βίος απίκρα(ν)τος — жизнь без печалей и огорчений, беспечальная жизнь
-
6 ἀπόλυγμα[τος]
ἀπόλυγμα[τος]· ἀπογύμνωσις (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλυγμα[τος]
-
7 ἄτῖ^τος
ἄ-τῖ^τος ( τίω): unpaid, unavenged.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄτῖ^τος
-
8 ἄκτι(σ)τος
ἄ-κτι(σ)τος, nicht gebaut, ungeschaffen -
9 βουλῡτός
βουλῡτόςGrammatical information: m.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,259-260Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουλῡτός
-
10 αθάρ(ρ)ε(υ)τος
η, ο[ν] боязливый, робкий, нерешительтый; застенчивый -
11 αθάρ(ρ)ε(υ)τος
η, ο[ν] боязливый, робкий, нерешительтый; застенчивый -
12 αθάρ(ρ)ε(υ)τος
η, ο[ν] боязливый, робкий, нерешительтый; застенчивый -
13 αθάρ(ρ)ε(υ)τος
η, ο[ν] боязливый, робкий, нерешительтый; застенчивый -
14 ακατάπαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ] непрерывный, непрестанный;έβρεχε ακατάπαυ(σ)τα — шли непрерывные дожди
-
15 ακατάπαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ] непрерывный, непрестанный;έβρεχε ακατάπαυ(σ)τα — шли непрерывные дожди
-
16 άκαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ] см. άκαγος -
17 άκαυ(σ)τος
η, ο [ος, ον ] см. άκαγος -
18 ακέρδε(υ)τος
η, ο см. ακέρδητος -
19 ακέρδε(υ)τος
η, ο см. ακέρδητος -
20 ακλόνη(σ)τος
η, ο [ος, ον ] твёрдый, непреклонный, непоколебимый, стойкий
См. также в других словарях:
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
τος — (I) Α (κρητ. και θηρ. τ. αιτ. πληθ. τού αρσ. τού άρθρου ο) τούς. (II) τη, το, Ν 1. αδύνατος τύπος τής προσωπικής αντωνυμίας τρίτου προσώπου (α. «άκουσέ τον» β. «τού τό έδωσα» γ. «τής τό έφερα» δ. «τούς είδα» ε. «τίς άκουσα» στ. «τά μύρισα») 2.… … Dictionary of Greek
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
Μάρλεϊ, Μπομπ — (Robert Nesta «Bob» Marley, Σεντ Ανς, Τζαμάικα 1945 – Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ 1981). Τζαμαϊκανός μουσικός. Ο Μ. υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της ρέγκε (reggae), ενός τοπικού μουσικού ιδιώματος της Καραϊβικής, στο οποίο ο ίδιος εισήγαγε στοιχεία… … Dictionary of Greek
ηλέματος — ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα μάταια επίρρ... ἠλεμάτως (Α) 1. με οκνηρία, ευτελώς 2. μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε τού ηλεός* + μα τος (< μέ μον α «σκέπτομαι… … Dictionary of Greek
καρτός — καρτός, ή, όν (AM) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια 2. ο κομμένος σε τεμάχια αρχ. ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρ τός (< θ. καρ , συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω,… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia